Ανακοινώσεις - Ειδήσεις
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΕΚΘΕΣΗ "Η αλήθεια ίσως είναι σκληρή, αλλά πρέπει να ειπωθεί"
Φωτογραφία από κέντρο κράτησης στη Μυτιλήνη
«Με την πλαστική μας βάρκα φθάναμε σχεδόν στη νήσο Λέσβο. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα σκάφος του ελληνικού λιμενικού. Οι αξιωματικοί μας χτύπησαν. Μετά μας οδήγησαν πίσω στα ανοιχτά. Έπρεπε να βγάλουμε τη ζώνη και τα παπούτσια μας, και μας εγκατέλειψαν σε μια ακατοίκητη νησίδα, χωρίς φαγητό και νερό. Βλέπαμε πλοία να περνούν στα οποία κάναμε σήμα απεγνωσμένα. Μόλις μετά από τρεις ημέρες μας έσωσε ένα σκάφος του τουρκικού λιμενικού σώματος. Από τη νησίδα μεταφερθήκαμε στην στεριά στην Τουρκία. Μπορέσαμε να φθάσουμε στην Ελλάδα με τη δεύτερη προσπάθεια.»
Περίπου δύο χιλιόμετρα από την τουρκική ακτή έριξαν τη βάρκα μας στο νερό. Μετά μας ανάγκασαν βίαια να ανεβούμε σ’αυτήν. Είχαν κάνει μια μικρή τρύπα στη βάρκα μας και μας έδωσαν μόνο ένα κουπί. Κωπηλατούσαμε απελπισμένα για να φθάσουμε στην ακτή, αλλά ήμαστε εξαντλημένοι. Εγκαταλείψαμε μετά από μια ώρα. Πιστέψαμε ότι θα πεθάνουμε. Το νερό ήταν ακίνητο. Μετά από λίγο εξαντλημένοι αποκοιμηθήκαμε. Τότε ήρθε ένα μεγαλύτερο σκάφος και μας έσωσε».
ΛΕΣΒΟΣ: Πέντε προσπάθειες
Ήμαστε μια ομάδα 22 ανθρώπων. Ήμασταν μεσοπέλαγα όταν μας βρήκε το λιμενικό. Μας ανέβασαν στο σκάφος τους έναν-έναν. Πρώτος ήταν ένας 17χρονος. Το όνομά του ήταν M.F. Τον ξυλοκόπησαν αμέσως. Οι άλλοι φοβήθηκαν και πήδηξαν στο νερό. Μετά μας έβγαλαν από τη θάλασσα και άρχισαν να μας κτυπούν και να πυροβολούν... με κτύπησαν και μου έσπασαν ένα πλευρό. Μας έβαλαν μπρούμυτα στο πάτωμα και μας πατούσαν. Όλα αυτά έγιναν στο σκάφος του λιμενικού. Αμέσως μόλις ανεβήκαμε άρχισαν να μας σπρώχνουν και να μας χτυπούν. "Ένας από σας είναι ο καπετάνιος" μας είπαν. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Όλοι μας είχαμε πληρώσει χρήματα για να περάσουμε.
ΣΑΜΟΣ: Ξυλοδαρμός
Όταν έφθασα στην Ελλάδα και με χτύπησε το λιμενικό σκέφτηκα ότι "η αστυνομία είναι η ίδια παντού. Δεν σεβάστηκαν το ότι είμαστε άνθρωποι κι εμείς, δεν ξέρω γιατί. Η αστυνομία εδώ είναι όπως στην Αφρική, ξέρουν μόνο τη βία, τίποτα άλλο." Αυτό με συνέτριψε. Αλλά εν τω μεταξύ έχω συναντήσει πολλούς καλούς ανθρώπους εδώ.
ΧΙΟΣ: Βασανιστήρια κατά την ανάκριση
«Όλοι κάθονταν κάτω και φαίνονταν φοβισμένοι. Υπήρχε ένα νεαρό αγόρι που ήταν γονατισμένο, λίγο πιο μακρυά από την ομάδα. Το μπλουζάκι του ήταν τραβηγμένο και σκέπαζε το κεφάλι του. Ήταν γερμένος προς τα εμπρός. Αργότερα έμαθα ότι το αγόρι ήταν δεκαεπτά ετών και όταν τον έψαξαν βρήκαν πάνω του ένα μαχαίρι.
Με χτύπησαν αμέσως μόλις ανέβηκα στο μεγάλο σκάφος. Χτύπησαν το κεφάλι μου πολλές φορές σε ένα κάγκελο. Έπρεπε να είμαι γονατισμένος. Ένας λιμενικός ήταν πίσω μου και δύο ήταν μπροστά μου. Αυτός που ήταν πίσω μου με χτύπησε επίτηδες στο κεφάλι δυνατά με το γκλομπ. Με χτυπούσε ξανά και ξανά στο κεφάλι με την άκρη του γκλομπ. Προσπάθησα να προστατευθώ με τα χέρια μου. Με χτύπησε στα χέρια. Προσπάθησα να κοιτάξω πίσω μου και συνέχισε να με χτυπά. Οι δύο λιμενικοί που στέκονταν μπροστά μου ήταν οπλισμένοι και μου έδειχναν τα όπλα τους επιδεικτικά ενώ με χτυπούσαν. Με κοίταζαν σκληρά. Μου έλεγαν : "Θα σε σκοτώσουμε." Η έκφραση του προσώπου τους προκαλούσε φόβο.. Πάγωσα. Ένας άλλος λιμενικός -χοντρός - ήρθε και μου ψιθύρισε στο αυτί : "Πες την αλήθεια. Αυτοί οι δύο είναι πολύ επικίνδυνοι. Θα σε σκοτώσουν…»
Μετά έφεραν έναν πλαστικό κουβά που γέμισαν με νερό. Ήμουν γονατισμένος όλη αυτή την ώρα. "Βλέπεις το νερό;" Κάποιος από πίσω κρατούσε τα χέρια μου. Ένας άλλος κράτησε το κεφάλι μου από το λαιμό και το έσπρωξε στο νερό. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Μετά από λίγο τράβηξαν το κεφάλι μου πάλι πάνω. "Τώρα ξέρεις το χρώμα και το όνομα του πλοίου;" Είπα: "Όχι". Με χτύπησε δύο φορές στο πρόσωπο. Ο λιμενικός πίσω μου, κράτησε τα χέρια μου πάλι. Προσπαθούσα να αναπνεύσω βαθιά. Ο λιμενικός μπροστά μου με ρώτησε: "Τώρα θυμάσαι ή όχι;" Αρνήθηκα πάλι. Αμέσως άρπαξε το κεφάλι μου και το βούτηξε στον κουβά. Πίστεψα ότι θα πεθάνω. Νόμιζα ότι δεν θα ζήσω. Όταν έβγαλαν το κεφάλι μου ξανά, ο λιμενικός ρώτησε πάλι: "ώστε δεν θυμάσαι;" - Επανέλαβα: "Όχι". Ο λιμενικός πήρε μια πλαστική σακούλα και την έβαλε στο κεφάλι μου. Με το ένα χέρι του έσφιξε την σακούλα δυνατά γύρω από το λαιμό μου. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω άλλο. Επανέλαβαν αυτήν την διαδικασία με την πλαστική σακούλα τρεις φορές και μου υπέβαλαν πάντα τις ίδιες ερωτήσεις. Μετά ένας λιμενικός έκανε ένα σημάδι με το χέρι του: «Φθάνει».